συμπιεστό

συμπιεστό
το
(φυσ.), ιδιότητα των σωμάτων να ελαττώνεται ο όγκος τους με συμπίεση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… …   Dictionary of Greek

  • πιεστός — ή, ό / πιεστός, ή, όν, ΝΑ [πιέζω] αυτός που μπορεί να πιεσθεί, που μπορεί κάποιος να τόν πιέσει, που έχει τη δυνατότητα να συμπιέζεται, να ελαττώνεται κατά όγκο με την πίεση που ασκείται επάνω του νεοελλ. 1. πεπιεσμένος, ζουλημένος, αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • συμπιεστός — ή, ό, Ν 1. αυτός που μπορεί να δεχθεί συμπίεση, δεκτικός συμπίεσης 2. αυτός που έχει συμπιεστεί, συμπιεσμένος 3. το ουδ. ως ουσ. το συμπιεστό η συμπιεστότητα, η δεκτικότητα συμπίεσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπιέζω. Το ουδ. συμπιεστόν μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • συμπιεστότητα — η, Ν [συμπιεστός] φυσ. ιδιότητα τών σωμάτων να μειώνουν τον όγκο τους, ως αποτέλεσμα τής αύξησης τής πίεσης στην οποία υποβάλλονται, το συμπιεστό …   Dictionary of Greek

  • υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… …   Dictionary of Greek

  • προκατασκευή (οικοδομική) — Σύγχρονη οικοδομική τεχνική στην οποία καταφεύγει η οικοδομική βιομηχανία για να οργανώσει κατά ορθολογιστικότερο τρόπο την παραγωγή της. Π. σημαίνει την εκτός εργοταξίου βιομηχανική κατασκευή τμημάτων του κτιρίου, ικανών να χρησιμοποιηθούν στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”